ταμεσίχρως

ταμεσίχρως
ταμεσί - χρως, οος (τάμνω, χρώς): cutting the skin, sharp-cutting. (Il.)

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ταμεσίχρως — οος, ὁ, ἡ, Α αυτός που κόβει, που τραυματίζει το δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. λ. σχηματισμένη από τον αόρ. β ταμεῖν τού ρ. τέμνω, κατά τα σύνθ. τού τύπου τερψίμ βροτος* (βλ. λ. τέρπω) + χρως (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»)] …   Dictionary of Greek

  • ταμεσίχροα — ταμεσίχρως cutting the skin masc/fem acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταμεσίχροας — ταμεσίχρως cutting the skin masc/fem acc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τμησίχρους — ουν, και ασυναίρ. τ. τμησίχροος, οον, Α ταμεσίχρως*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τμη σι (βλ. λ. τμήγω και τέμνω), σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* (βλ. λ. τέρπω) + χρους (< χρώς*, χροός «χρώμα, επιδερμίδα»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”